- αγουρογεννημένος
- αγουρογέννητος, η , ο родившийся раньше срока, недоношенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγουρογέννητος, -η, -ο — και αγουρογεννημένος, η, ο αυτός που γεννήθηκε πρόωρα: Το παιδί, αν κι αγουρογεννημένο, έζησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)